You will be redirected to the new page in

seconds

Γεννήθηκα 17Ν



Ελευθερία λόγου και ανελευθερία βίας...

Κείμενο τοποθέτησης στην εκδήλωση του Free Thinking Zone, "Λογοκρισία, Ελευθεροτυπία και Τρομοκρατία".

Τα θύματα

Για να μη χρειαστεί να απολογούμαι στη συνέχεια και να το καταστήσω σαφές από την πρώτη στιγμή, η πίστη στην αξία της ανθρώπινης ζωής είναι τέτοια που ξεπερνάει την ίδια τη σημερινή κουβέντα. Κανείς δεν είναι σε θέση κατά τη γνώμη μου να αφαιρεί μια ζωή. Όμως, η πολυσχιδής φύση της ανθρώπινης σκέψης φροντίζει να εφευρίσκει αστερίσκους νομιμοποίησης της υπέρτατης αυτής μορφής βίας. Η επανάσταση, ο πόλεμος, η θανάτωση «φυλακισμένων-τέρατα», το «δίκαιο του αδικημένου» και άλλες πολλές διανοητικές εξαιρέσεις μπορούν να μας κάνουν να αναθεωρήσουμε. Να ευλογήσουμε έναν φόνο. Περισσότερο αυτό που μας κάνει να διαφοροποιούμαστε είναι η λογική «οι δικοί μας νεκροί» και οι «δικοί τους νεκροί». Επειδή έχουμε μάθει και συνηθίζουμε να βλέπουμε τον κόσμο ως δίπολα στα οποία πρέπει να αυτο-τοποθετούμαστε. Και ανάλογα με αυτή την διχοτόμηση θέλουμε να προσαρμόζουμε και τα συναισθήματά μας.

Κλαίω για τον Ούλοφ Πάλμε, κλαίω λιγότερο για τον Άλντο Μόρο, δεν κλαίω καθόλου -ίσα ίσα χαίρομαι - για τον Jürgen Ponto.

Η ανθρώπινη απώλεια στο επίπεδο του ατομικισμού δεν μπορεί να έχει διαβαθμίσεις.

Κοινωνία στερεοτύπων

Σε γενικές γραμμές αδυνατώ να καταλάβω γιατί έχει γίνει τόσο θέμα με την κυκλοφορία του βιβλίου του Δ. Κουφοντίνα. Σε μια κοινωνία της νεωτερικότητας, στην Ελλάδα του 2014, μια χώρα που έχει υποφέρει στη σύγχρονη ιστορία της από λογοκρισίες, υποτίθεται πως η ελευθερία της έκφρασης θα έπρεπε να είναι ένα θεμελιωμένο και αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα. Αυτό που εγώ αντιλαμβάνομαι ότι συμβαίνει είναι μια κοινωνία στερεοτύπων που εκ των προτέρων έχει θέση για όλα τακτοποιώντας το κάθε ζήτημα ανάλογα με τις απόλυτες προσλαμβάνουσές της. Είναι σαν να έχουμε «παραταχθεί» σε αντίπαλα στρατόπεδα μη μπορώντας να εγκαταλείψουμε τη θέση μας ούτε ίντσα. Το νέο μεταμοντέρνο δίπολο της μόδας είναι αυτό το «υπέρ της βίας – κατά της βίας». Λες και δεν μπορούμε να ακούσουμε τη θέση της ίδιας της ιστορίας και της διαλεκτικής ανθρώπινης εξέλιξης. Καταδικάζουμε αναφανδόν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται» ακόμα κι αν η ίδια μας η ύπαρξη είναι στηριγμένη πάνω σε αυτή. Θεωρούμε πως έχουμε φτάσει στο ζενίθ της κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης με την αστική δημοκρατία, σαν το προτσές να έχει τερματίσει. Σαν να είναι η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία τέλεια, αμόλυντη και ιδανική. Αρκεί να θυμηθούμε πως φτάσαμε εδώ. Ξεχνάμε επιμελώς. Ένα πλήθος στη Βαστίλη κάνοντας Kundalini Yoga και διαλογισμό ανέτρεψε την φεουδαρχία. Και λίγα χρόνια αργότερα στη μοναδική παγκόσμια απειλή για την κοινοβουλευτική δημοκρατία, ήτοι το ναζισμό του Χίτλερ, οι σύμμαχοί μας μετά από πολύωρη συζήτηση διαπραγμάτευση και brainstorming διαφύλαξαν τον πλανήτη. Ξεχνάμε εύκολα ότι δεν μας βολεύει.

Από την άλλη υπάρχουν και οι σιωπηλοί «συμπαθούντες». Ένα προσχηματικό «κατά της ένοπλης βίας» και μεταξύ μας ένα σιωπηλό «καλά τους κάνανε». Πάλι επιλογή νεκρών. «Χαίρομαι» για τον Μπάμπαλη, «λυπάμαι» για τον Αξαρλιάν. Μπορεί η εθνική ενότητα να φρόντισε να συγκαλύψει το ατιμώρητο των χουντικών αναμοχλεύοντας το μίσος αλλά καμία «θεία δίκη» δεν λαμβάνει χώρα από κανένα ανθρώπινο χέρι. Καμία δικαιολογία δεν μπορεί να καθαρίσει μια δολοφονία. Ακόμα και αν τα κίνητρα είναι ή βαπτίζονται πολιτικά. Εν τέλει το ένοπλο, πέραν των θυμάτων, θίγει και το ταξικό λαϊκό κίνημα το οποίο θέλει να λέει ότι προασπίζεται.

Είμαστε λοιπόν προκατασκευασμένες έννοιες με συγκεκριμένη αιχμηρή και αταλάντευτη προδιάθεση απέναντι σε ότι συμβαίνει. Εν προκειμένω αυτό που θέλω να πω είναι ότι στα διάφορα υπέρ και κατά πάνελ που έχουν στηθεί οι ρόλοι θα ήταν μάλλον ακριβώς αντίθετοι σε περίπτωση που μιλάγαμε για παράδειγμα για ένα βιβλίο βασανιστή της χούντας που περιγράφει τα βασανιστήρια του. Η «αριστερά» θα έλεγε ντροπή – «λεφτά από αίμα» και η «δεξιά» θα έλεγε «ναι αλλά η ελευθερία του λόγου...».

Η θέση μου είναι σαφής. ΟΛΑ τα βιβλία παντού και πάντα ελεύθερα. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο να αφήσουμε στην ατομική κρίση να διαλέξει ποια βιβλία πρέπει και ποια δεν πρέπει να κυκλοφορούν.

Δολοφόνοι και βία

Ως αντανάκλαση αυτής της στερεοτυπικής διάστασης έρχεται και μια δεύτερη επιφανειακή επιλογή. Αυτή της εύκολης ονοματοδοσίας των ανθρώπων. Ο Δ. Κουφοντίνας «ο δολοφόνος» για παράδειγμα. Δεν προσπαθώ να θέσω θέμα αν ο Δ. Κουφοντίνας είναι δολοφόνος. Είναι προφανέστατα καταφατική η απάντηση. Ορισμένα υποκείμενα όμως, ελέω της προσωπικής τους διαδρομής μέσα στις κοινωνικοπολιτικές δομές των κυβερνώντων αυτού του κόσμου είναι σε θέση είτε να αποκρύπτουν, είτε να διαλέγουν τις ταυτότητες τους. Προσπαθώ να σκεφτώ ας πούμε βιβλία ανθρώπων που φιλοκοσμούν ράφια βιβλιοπωλείων παρά τις ύποπτες ταυτότητες των συγγραφέων. Βιβλία που μπορεί κανείς εύκολα να παραγγείλει, να αγοράσει και να διαβάσει στο μετρό χωρίς να τον κοιτάνε ύποπτα και επικριτικά. Βιβλία που υπερβαίνουν το διάλογο για το αν πρέπει να κυκλοφορούν ή όχι. Η Βιογραφία της Μάργαρετ Θάτσερ ας πούμε – πολιτικός (δηλώνει). Φαντάζομαι ότι τα βιβλία της δεν πολυκυκλοφορούν στην Αργεντινή. Χένρι Κίσινγκερ διπλωμάτης και φιλειρηνιστής λέει η πρώτη κουρτίνα. Μάο Τσε Τουνγκ. Παγκόσμιο ρεκόρ εξαφανίσεων ανθρώπων. Λατρεμένος ανάμεσα στους Βουδιστές μοναχούς. Αυτά τα βιβλία τα πουλάμε; Η λίστα του αίματος είναι δυστυχώς και τεράστια και σχεδόν αδύνατον να ελεγχθεί. Ο υποκειμενισμός καταντάει σίγουρα ανελευθεριακός.

Εκδοτικός Οίκος και Κέρδη

Η επιλογή του εκδοτικού οίκου

Ένας άνθρωπος που χρησιμοποιεί αδιάκοπα στο κείμενο του τη λέξη αλληλεγγύη και δημοσιεύει στον οίκο Λιβάνη τι στιγμή που η κρίση έχει πλήξει όλες τις «αλληλέγγυες και αριστερές» εκδόσεις είναι το λιγότερο περίεργο. Περίμενα και έναν λιγότερο εριστικό τίτλο. Είναι σκληρό το «Γεννήθηκα 17Ν». Και τελείως αντι-διαλεκτικό. Σκέφτομαι την αντιρατσιστική προπαγάνδα του «Έλληνας δε γεννιέσαι - γίνεσαι». Αν είναι να γεννιέσαι ένοπλος τότε είναι Οκ να γεννιέσαι και τύραννος, δικτάτορας ή φασίστας.

Η διαδρομή των κερδών

Δεν είμαι καθόλου αρμόδιος να μιλήσει για το πως νομικά μπορεί να κυνηγηθεί η κερδοφορία εκδότη και γράφοντος από το εν λόγω βιβλίο. Θα έπρεπε γενικότερα να μιλάμε για διαδρομές κερδών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Μου κάνει αίσθηση που είναι το μόνο βιβλίο στο οποίο αυτό συζητιέται. Ας είναι τουλάχιστον η αρχή και ας μην περιοριστεί στα κέρδη από έντυπα...

Η συνεισφορά του βιβλίου

Ποιος θα μας μιλήσει για τη 17Ν;

Είτε μας αρέσει είτε όχι ο Δ. Κουφοντίνας εμφανίζεται ως το πιο συνεπές και συνεκτικό – με όλες του τις στρεβλώσεις – πολιτικά και ιδεολογικά μέλος της οργάνωσης. Παραδόθηκε, απολογήθηκε (παρεμπιπτόντως η απολογία του δημοσιεύτηκε σε όλες τις εφημερίδες-γιατί άραγε;), αναγνώρισε την ταυτότητά του ως 17Ν. Ακόμα και αυτή την έλλειψη συγνώμης που θα θέλαμε να ακούσουμε πρέπει να την καταλάβουμε (Την ξαναβλέπουμε άλλωστε στους ναζί). Και ενδεχομένως να ασχοληθούμε λίγο περισσότερο με την ιστορία του σωφρονισμού που μας διέφυγε στην πορεία της «ανάπτυξης».

Θυμόσοφο λοιπόν αλλά και ταιριαστό αυτό το «Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» έρχεται να μας θυμίσει την σημασία της ταυτότητας του γράφοντος. Εν προκειμένω, τι πιο λογικό από έναν αντάρτη πόλεων (έτσι αυτοαποκαλείται) και μέλος της σημαντικότερης οργάνωσης ένοπλου αγώνα στη μεταπολίτευση να μας μιλήσει γι’ αυτό. Προτιμάμε δηλαδή τις ύποπτες λεπτομερείς αφηγήσεις δημοσιογράφων (που σε μια ευνομούμενη πολιτεία θα έπρεπε να μας μιλήσουν για τις πηγές τους); Προσωπικά στη συγκεκριμένη ιστορία, πέρα από ιδεοληψίες και πιστεύω θα ήθελα να ακούσω και την άποψη των αρχών που συνέλαβαν αυτήν την οργάνωση. Μήπως και καταλάβουμε αν η στρατιωτική διάβρωση της 17Ν λαμβάνει χώρα πολύ πριν τη σύλληψής της (συνέβη σε ευνοϊκότατο πολιτικό πλαίσιο) και η οργάνωση διαβρωμένη και εκμαυλισμένη εξυπηρετούσε συγκεκριμένους σκοπούς και στόχους.

Η αριστερά της μεταπολίτευσης

Ο Κουφοντίνας αναλύει τα πρώιμα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Στέκεται στην μετάβαση από την εξεγερτική διάσταση της γενιάς του Πολυτεχνείου - την κοινωνία που ήθελε να τα αλλάξει όλα - στην «εθνική ενότητα» τι συμβιβασμό και το ρεφορμισμό της καθεστωτικής αριστεράς. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την στροφή στο ένοπλο όλων όσων ένιωθαν προδομένοι από την ηγεσία μιας αριστεράς που συμβιβαζόταν όλο και περισσότερο. Στον ατελείωτο κατάλογο της λαϊκής προδοσίας. Σήμερα, σε μια ακόμη κρίσιμη περίοδο της ιστορίας η αριστερά συνεχίζει να «κανονικοποιείται» αφήνοντας άστεγη την πολιτική βάση η οποία (φυσικά με την ατομική και προσωπική ευθύνη του καθενός) δείχνει πρόθυμη να προσφύγει σε φαύλους κύκλους τυφλής βίας.

Συνοψίζοντας, καταλαβαίνω τη συναισθηματική διάσταση εναντίωσης με την κυκλοφορία του βιβλίου. Αλλά διαφωνώ κάθετα με τις απαγορεύσεις και την προπαγανδιστική τρομοΰστερία που μόνο στόχο έχει τον αποπροσανατολισμό. Η ελευθερία απαιτεί προσωπικές υπερβάσεις απ’ όλους. Και σε καμία περίπτωση οι οπορτουνιστικές χρήσης της υπόθεσης («αυτοδιαφημίζομαι» παίρνοντας θέση στο θέμα) δεν βοηθάνε καθόλου στη λύση του.

Ευχαριστώ πολύ το Free Thinking Zone για τη φιλοξενία των θέσεών μου

Soy Cuba




Και είναι τόσα πολλά αυτά που μπορείς να γράψεις. Αλλιώς το σκέφτεσαι, αλλιώς το προγραμματίζεις και αλλιώς σου βγαίνει. Έτσι είναι και η ζωή στη Κούβα εξάλλου.
Όχι δεν πρόκειται για μια απλή επιβίωση. Είναι μια βουτιά στην έννοια της ζωής. Οι habaneros τραγουδάνε, χορεύουν, διασκεδάζουν. Ζουν τη ζωή όπως της αξίζει. Γελάνε με τη δυτική άποψη της «φτώχειας». Και ίσως κλαίνε με την στασιμότητα μιας επανάστασης που τους ανήκει. Αφήνουν τα σπίτια τους ανοικτά. Αυτό που έχουν μπορείς μόνο να το μάθεις, όχι να το κλέψεις.


Στη δική μου περίπτωση είχε και αυτό το «επιστημονικό». Ένα εξαιρετικό συνέδριο πολιτικής επιστήμης. Με συνέδρους από όλο τον κόσμο. Αλλά με τους Κουβανούς ακαδημαϊκούς και φοιτητές να μας θυμίζουν αυτό που η Δύση ξέχασε. Χωρίς ευκολίες και προσβάσεις, χωρίς διαδίκτυα και «Jstor» οι Κουβανοί μελετούν όπως παλιά. Διεισδυτικά και σε βάθος. Χωρίς πασαλείμματα και κατατμήσεις μιας επιστήμης που θέλει να σπάσει σε quark. Η δική τους προσέγγιση είναι πιο ουσιαστική. Μελετούν χωρίς να επικρίνουν. Στοχάζονται χωρίς βιασύνη, εκφράζονται χωρίς σκοπιμότητες.


Γίναμε μια μεγάλη παρέα πολύ γρήγορα οι σύνεδροι. Πολλοί αμερικάνοι. Από τύψεις για μια ιστορία που ξέρουν. Από ερευνητική περιέργεια και μια κουλτούρα ταξιδιάρικη. Ο Jonathan εκ Νεμπράσκας είπε «έχει πλάκα πως σε κοιτάει ο μισός πλανήτης μόλις τους πεις ότι είσαι αμερικάνος». Κάτι θα ξέρουν.

Ο Τσαρλς μας κάλεσε στο συνέδριο. Ένας περήφανος συνεπής Μαρξιστής. Αμερικάνος, Ιρλανδικής καταγωγής που πλέον ζει μόνιμα στην Αβάνα. Εγκατέλειψε σταδιακά την Αμερική που φρόντισε να τον περιορίζει για τα ακατάληπτα ιδεολογικά του εγκλήματα (απολύσεις από πανεπιστήμια λόγω μαρξιστικών ιδεών). Την δεύτερη μου μέρα στην Αβάνα μου έδωσε ένα απόκομμα της εφημερίδας «Granma». «Αυτό είναι για σένα μου είπε». Μονόστηλη αναφορά στον εορτασμό του Πολυτεχνείο. Δεν θέλει παραπάνω από μια στιγμή για να λιώσουν τα σύνορα. 




Από το σπίτι του Τσαρλς στην Αβάνα φαίνεται όλη η πόλη. Μια βιβλιοθήκη γεμάτη μέλλον. Μια αφίσα του Τσάβες. Μια συνεπής καθημερινή εργασία. Η διαλεκτική μετάφραση του θεωρητικού επαναστάτη σε αφοσιωμένο στρατιώτη της επανάστασης με βασικό του στόχο την εξάπλωση της ανατρεπτικής γνώσης. Όταν ο Τσαρλς γράφει κοιτάει το αρχιπέλαγος. Γι’ αυτόν το Μαϊάμι δεν είναι μόνο 90 μίλια.

Η Άννυ απ’ την Ινδία. Και από το 1987 απ’ την Αμερική. Μια γυναίκα που έχει γυρίσει όλο τον κόσμο. Μια γυναίκα που κρύβει πίσω από χαμόγελό της την ταξική προέλευση στη χώρα της, την κάστα της, την πατριαρχεία αυτού του κόσμου, τον ρατσισμό του «επειδή είμαι καφέ». Όλα αυτά φροντίζει να μην τα καταλαβαίνεις. Μιλάει για τον σύζυγό της με ευλάβεια. Για τα παιδιά της με αγάπη. «The mother of mothers». Και όλη αυτή την υπερβατικότητά της την μεταφέρει και στην ακαδημία. Μας μίλησε για την Αίγυπτο και την αραβική άνοιξη. Για την Ταχρίρ και τους τυράννους του κόσμου. 
  

Ο Τόνυ μελετάει την ιστορία της επανάστασης του Κάστρο. «Το να παρουσιάζεις μια τέτοια δουλειά στην Κούβα, είναι σαν ο Νιλ Άμστρονγκ να δίνει διάλεξη στο φεγγάρι». Με πατέρα Πορτορικάνο, μεγαλωμένος στο κυριολεκτικά και μεταφορικά «απέναντι» κομμάτι της Φλόριντα – την μήτρα της αντεπανάστασης. Φέρει πραγματική αφοσίωση για τα κινήματα της Λατινικής Αμερικής. Μελετάει σε βάθος την επανάσταση. Ονειρεύεται την Σιέρρα Μαέστρα. Εξιστορεί τα γεγονότα σα δικά του. Θέλει να είναι Κουβανός.

Η Ισα από τη Βραζιλία. «Είμαι λέει μια Βραζιλιάνα που δεν ξέρει ποδόσφαιρο και δεν χορεύει σάμπα». Α και είμαι Τροτσκίστρια. Μας μίλησε για την ενσωμάτωση του Τρότσκι στα επαναστατικά κινήματα της λατινικής αμερικής. Επέμενε στις αυταπάτες του Λούλα. Μια ακόμα σοσιαλδημοκρατική προδοσία για εκείνη. «Είναι λες και μας τιμωρούμε που τους πιστεύουμε. Ενώ ξέρουμε ότι θα μας κοροϊδέψουν γιατί είναι ψευτο-επαναστάτες εμείς εκεί». 
 

Ο Ματ έχει τη δική του πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Σήμερα υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πενσυλβάνια. «Για 3 χρόνια ήμουν στον στρατό. Ανεφοδιασμός από αέρος. Με βάση τη Φρανκφούρτη πετάγαμε για όλες τις χώρες των τρομοκρατών. Ιράκ – Αφγανιστάν και αφήναμε τα δέματά μας. Πρώτες βοήθειες, όπλα, εκρηκτικά». Σήμερα, μελετάει πως η μιλιταριστική οργάνωση των κρατών σημαίνει και αύξηση των πιθανοτήτων για την εμπλοκή τους σε πόλεμο. Αυτό για να μην ξεχνάμε τι θα πει case study.

Ο Τζάστιν ζει στο Τέξας. Είναι καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. Μελετάει την κομμουνιστική Κίνα του Μάο, ενώ παράλληλα διδάσκει τον έφηβο μέσο Αμερικάνο της επαρχίας. «Σήμερα μπορείς να ντρέπεσαι για τη Κίνα. Και για την Αμερική. Γι’ αυτό και ήρθα εξάλλου εδώ. Οι λαοί που αξιωνούν να γράφουν οι ίδιοι την ιστορία τους είναι άξιοι».

      

Είναι αμείλικτα τα στερεότυπα του δυτικού κόσμου αλλά η Αβάνα έχει φίλτρα και μπορεί και να σε κάνει να τα εγκαταλείψεις. Για μας είναι ένα υπέροχο παράδειγμα σχετικότητας. Αν την επισκεφτείς ως ο «εξελιγμένος» δυτικός άνθρωπος που έχει μάθει να αυτό-προσδιορίζεται ως «ιδιοκτήτης της ύλης» τότε είσαι σε λάθος μέρος. Θα δεις μόνο φτώχεια και βρωμιά. Και δυστυχώς θα τα αντιμετωπίσεις χωρίς να τα καταλάβεις. Χωρίς να σκεφτείς την υποκειμενικότητα των προτεραιοτήτων. Λες και το checklist του διαφωτισμού είναι η μόνη αλήθεια.


Ναι η Αβάνα έχει κάτι σαν τη φτώχεια που ξέρεις. Παλιά κτίρια, παλιά αυτοκίνητα, ελάχιστες υποδομές. Η Nuñez, καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο και μια εκ των γυναικών που πρωτοστάτησαν στο απίστευτο εγχείρημα του αλφαβητισμού του κουβανικού λαού (μέσα σε 18 μήνες έμαθαν γραφή και ανάγνωση περίπου 6 εκ. κουβανοί) μετά την επανάσταση μας είπε: «Η φτώχεια μυρίζει και το μάθαμε τότε. Το 1961».





 Η Κούβα έχει επίσης και έναν πλούτο που αγνοείς. Ίση πρόσβαση σε εκπαίδευση, Υγεία και τροφή. «Και αν ο μισθός μου είναι 20cuc τι να τα κάνω παραπάνω» μου είπε η Μάρτα την πρώτη φορά που πήγα σπίτι της. «Έχω φαγητό να φάω, μπορώ να σπουδάσω και εγώ και τα παιδιά μου, και αν κάτι γίνει τα νοσοκομεία μας εδώ είναι πολύ καλά».  Η αλήθεια είναι ότι το εννοούσε. Μαθαίνεις να ζεις με αυτάρκεια σε μια κοινωνία και ένα εγχείρημα που δείχνει να μπορεί να καταλάβει τις αδυναμίες του. Σε μια διαδικασία επαναστατική που εξελίσσεται. Που θεσμοποιείται και ριζώνεται. Και το κυριότερο σε μια διαδικασία που είναι ακόμα σε πόλεμο. Το λένε εμπάργκο και δεν είναι αστείο πράγμα. Η αλήθεια είναι ότι η όλη διαδικασία είτε εξελίσσεται αργά, είτε με ανεπάρκεια. Σωστά. Θα πρέπει όμως να συνυπολογίσεις τι έχει περάσει αυτή η χώρα και αυτό το εγχείρημα και ίσως τότε καταλάβεις τη σπουδαιότητά του.


Μέχρι το 1959 η Κούβα είναι υπόδουλη. Την ωραία αρχή στον κόσμο της σκλαβιάς την έκαναν οι Ισπανοί που άρχισαν να ενδιαφέρονται για την γειτόνισσα της Hispaniola (σημερινή Αϊτή) όταν είχαν ήδη ξεζουμίσει την ενδοχώρα της λατινικής Αμερικής. Μετά το ασήμι και το χρυσό είπαν να κλέψουν τη ζάχαρη τον καπνό και τον καφέ. Πριν παραδώσουν την κυριαρχία τους και τα μαστίγια σε Άγγλους και Αμερικάνους διαδοχικά πήραν μια πρώτη γεύση της Κουβανικής αξιοπρέπειας. Με δεμένα τα χέρια και μπροστά από την φωτιά που ήταν έτοιμη να τον κάψει ζητήθηκε από τον αρχηγό των Ιθαγενών Ταίνο να διαλέξει την υποταγή στους Ισπανούς και τον παράδεισο από την κόλαση. Και ο Ταίνιο ρώτησε «θα έχει Ισπανούς στον παράδεισο;» Του είπαν ναι. Είπε «ε τότε προτιμάω να καώ και να πάω στην κόλαση». Σήμερα, θεωρείται στο νησί ο πρώτος επαναστάτης.


Μετά από πολλά χρόνια σκλαβιάς, υποδούλωσης και εξαθλίωσης ήταν η σειρά του Χοσέ Μαρτί, διανοούμενος και ποιητής, εμπνευσμένος από τον Μπολιβάρ και τα αντίστοιχα κινήματα της Λατινικής Αμερικής να μιλήσει για απελευθέρωση. Ο Μαρτί άρθρωσε τον πολιτικό του λόγο πάνω σε τρεις πυλώνες: ανεξαρτησία, εθνική ταυτότητα και κοινωνική δικαιοσύνη. Από το 1868 είχαν σημειωθεί εξεγέρσεις κατά της σκλαβιάς και ο Μαρτί τις μάζεψε και τις οδήγησε στον πόλεμο του 1898. Η εξέγερση νικήθηκε με την «αρωγή των αμερικάνων» για την απομάκρυνση των Ισπανών κάτι που σήμαινε την δική τους κυριαρχία (εφεύρεση και της εποχής ήταν το Cuba Libre με την είσοδο της Coca Cola σε άλλη μια αγορά). Τυπικά από το 1902 η Κούβα ήταν μια ελεύθερη χώρα. Αλλά τυπικά. Επί της ουσίας ήταν μια κλασσικής περίπτωση μετα-αποικιοκρατίας (post-colonialism) την οποία λυμαινόταν οικονομικά η Αμερική μαζί με την «εγκαθιστάμενη» λούμπεν εθνική ελίτ των στρατηγών και των πραξικοπημάτων. Ο Λάκυ Λουτσιάνο στο Νασιονάλ, ο νονός στην Ταράτσα του Κάπρι, o Meyer Lansky στο Χίλτον (που μετονομάστηκε από τον Φιντέλ σε Habana Libre) ο δικτάτορας Μπατίστα εγγυητής της εκμετάλλευσης και ένα πλωτό Vegas για την υπερδύναμη της μετα-αποικίας. Μια βιτρίνα ανεξαρτησίας για ακόμα πιο σκληρές αλυσίδες.  Σα κάτι να μου θυμίζει.


Από τις αρχές του 1950 ο Κάστρο έδειξε ότι όλα θα αλλάξουν. Αποτυχημένη εξέγερση το 1953 (Moncada – κίνημα 26 Ιουλίου) και φυλακή. Η φιλοδοξία του δικτάτορα Μπατίστα μαζί με τους άλλους φίλους του (Αμερικανοί και Φράνκο) για κοινωνική νομιμοποίηση σήμαινε την απελευθέρωσή του από την γενική αμνηστία που δόθηκε πριν τις «στημένες» και «εκ του ασφαλούς εκλογές». Ο Φιντέλ έφυγε φοβούμενος δολοφονία του. Το 1956 μαζί με άλλους 82 επαναστάτες επιβιβάστηκε σε ένα γιότ (Granma) από το Μεξικό. Όταν αποβιβάστηκαν στην Κούβα η μιλίτσια του Πινοσέτ τους περίμενε με ανοικτές αγκάλες. Μόλις 12 σώθηκαν. Ανάμεσά τους τα αδέρφια Ραούλ και Φιντέλ, ο Ερνέστο Γκεβάρα και ο Καμίλο Σιενφουέγος. Πήραν τα βουνά της Σιέρρα Μαέστρα και μαζί τους τις ελπίδες ενός ολόκληρου λαού για πραγματική ελευθερία και εν τέλει και κάτι παραπάνω που προέκυψε. Πρωτοχρονιά του 1959 ο Φιντέλ έμπαινε νικητής στην Αβάνα με τον Μπαπτίστα να βρίσκει σωτηρία στο φιλικό καθεστώς του Φράνκο. Αφού ο δικτάτορας δραπέτευσε δεν το κυνήγησαν ποτέ (εγκατέλειψαν το νησί και όλοι οι φίλοι του, όπως η οικογένεια Μπακαρντί του γνωστού ρουμιού και της σκληρής αντεπαναστατικής κριτικής από το gross margin που χάθηκε λόγω της επανάστασης). Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν έχει να κάνει με βεντέτες.

   

Οι Κουβανοί ακόμα και σήμερα δεν χάνουν την ευκαιρία να εκφράσουν την μεγαλοψυχία τους. Μια ανώτερη περηφάνια. Ο Ταίνο προτίμησε την φωτιά από τον ισπανικό ζυγό. Ο Φιντέλ δεν κυνήγησε τον Μπαπτίστα ποτέ. Τον αγνόησε επιδεικτικά κτίζοντας μια κοινωνία υπέρβασης των πραξικοπημάτων. Όλοι όσοι θέλουν να τον κρίνουν φτηνά και δυτικά, να μας μιλήσουν για την επίσης δικτατορική ηγεμονία του, να σημειώσουν τις 600 και πλέον αποτυχημένες απόπειρες της CIA να τον δολοφονήσει, τα δεκάδες τρομοκρατικά χτυπήματα των αμερικανικών δυνάμεων κατά της επανάστασης, τον πόλεμο του κόλπου των χοίρων (όπου μας λένε ότι έχασαν λόγω του κακού καιρού και όχι επειδή ο κουβανικός λαός υπερασπίστηκε την σοσιαλιστική Κούβα). Ίσως αυτό εννοεί ο Φιντέλ με το περιβόητο «Η Ιστορία θα με κρίνει» (1953). Το να κάνεις κριτική αγνοώντας, είτε αφελώς, είτε ιδεοληπτικά την σπουδαιότητα των γεγονότων είναι το λιγότερο προκλητικό.


Και είναι αυτό το καθεστώς η λύση; Τα θετικά του είναι περισσότερο από προφανή. Και τα αρνητικά του είναι στις περισσότερες περιπτώσεις αντανακλάσεις του καπιταλισμού και του εμπάργκο. Πως θα ήτανε μια καπιταλιστική μεμονωμένη χώρα μετά από ένα σκληρό και εξουθενωτικό φεουδαρχικό εμπάργκο; Τα κτίρια καταρρέουν γιατί δεν υπάρχει τσιμέντο και όχι γιατί ο σοσιαλισμός θέλει να ζεις σε ερείπια. Η προπαγάνδα είναι διαρκής και αδιάλειπτη. Και μπορείς να μπεις σε όποια σελίδα του net θέλεις; Ή μπορείς να βγεις και να φωνάξεις στην “Plaza de Armas” ο σύντροφος Φιντέλ είναι Μαλάκας (Λούφα και Παραλλαγή: Ακρώνυμο της αντεπαναστατικής προπαγάνδας αυτό το τι δεν είχατε). Όχι δεν μπορείς. Η κάθε επανάσταση και πολλώ μάλλον μια χωρικά περιχαρακωμένη επανάσταση πρέπει να θωρακίσει το σκοπό της. Η μονομερής και καιροσκοπική εννοιολόγηση της ελευθερίας είναι δε ανεπαρκής ακόμα και όταν αναλώνεται στα δικά μας σύνορα. Η φαινομενική ελευθερία του να μπορείς να κάνεις «θεωρητική» κριτική τη στιγμή που μια περιθωριακά νομιμοποιημένη μειοψηφία λυμαίνεται τον (όποιο) πλούτο, ξεπουλάει την εθνική ανεξαρτησία και μοιράζει φτώχεια και διάκριση. Αξία ανεκτίμητη. Μπορείς να διαλέξεις το τζην σου, μπορούμε να διαλέξουμε το μέλλον σου. Ελευθερία.
   
Αντίθετα, η «φτωχή» Κούβα, έχει πλούσιες ιστορίες ανθρωπιάς και αλληλεγγύης. 2006. Ένας Βολιβιανός με καταρράκτη στα μάτια χειρουργείται από Κουβανούς γιατρούς (από τους 55.000 γιατρούς της Κούβας οι περίπου 15.000 είναι σε ανθρωπιστικές αποστολές σε όλο τον κόσμο). Η περίπτωση θα έμοιαζε απλή και εύκολη αν ο ηλικιωμένος Βολιβιανός δεν ήταν ο στρατιώτης που στα 16 του πυροβόλησε (σε προαύλιο σχολείου)  και εκτέλεσε τον Τσε. Οι Κουβανοί γιατροί αποφάσισαν να τον σώσουν. Του είπαν απλά: «Ο Τσε θα έκανε το ίδιο». Η Κούβα σήμερα συνεχίζει να διδάσκει αλληλεγγύη.


Για τους τουρίστες αυτά μπορεί να φαντάζουν βαρετά. Αρκούνται στο φτηνό ρούμι, τα ωραία πούρα, τον αέρα της Καραϊβικής, τις ορχήστρες σε κάθε γωνιά. Τα από ανάγκης και κουλτούρας ελεύθερα ήθη. Τις μουλάτες που σε περιμένουν στη Μαλεκόν. Τα διάσημα ποτάδικα του Χέμινγουεϊ. Στο ένα μοχίτο, στο άλλο ντάκιρι και στη μέση σιέστα στο ξενοδοχείο ambos mundos. Όπως και να χει η επιστροφή στη Δύση – και όχι μόνο γεωγραφικά – η επιστροφή σε κάτι που έχει δύσει και δεν θέλουμε να το καταλάβουμε σε φέρνει αντιμέτωπο με το αν η Κούβα είναι μια ατραξιόν, ένα ταξιδιωτικό mustάκι ή ένας άλλος δρόμος που κάτι έχει να μας ψιθυρίσει. Αν αυτοί οι «φτωχοί» χαμογελαστοί, ανοικτοί και περήφανοι άνθρωποι είναι αποτέλεσμα ενός κοινωνικού πειράματος που μας αφορά και αν δεν είχε πολεμηθεί τόσο σθεναρά να μας έμοιαζε ακόμη πιο βιώσιμο. Ίσως η «ανθρωπιά» να είναι η πιο σημαντική μεταβλητή. Ίσως η Κούβα να είναι μια εικόνα από το μέλλον.

ΥΓ: Ποίημα του Τυνήσιου ποιητή Qassim Al Shabbi‘s. Χρησιμοποιήθηκε έντονα στην πρόσφατη «αραβική άνοιξη». Είναι δική μας υπόθεση η Κούβα να διεθνοποιηθεί. 
  
 “To the Tyrants of the World”

Hey you, the unfair tyrants…
You the lovers of the darkness…
You the enemies of life…
You’ve made fun of innocent people’s wounds; and your palm covered with their blood
You kept walking while you were deforming the charm of existence and growing seeds of sadness in their land
Wait, don’t let the spring, the clearness of the sky and the shine of the morning light fool you…
Because the darkness, the thunder rumble and the blowing of the wind are coming toward you from the horizon
Beware because there is a fire underneath the ash
Who grows thorns will reap wounds
You’ve taken off heads of people and the flowers of hope; and watered the cure of the sand with blood and tears until it was drunk
The blood’s river will sweep you away and you will be burned by the fiery storm.
       

      

Καλοκαίρι



Κι όμως αυτό το κίτρινο χρώμα είναι το πρώτο πράγμα που του ερχόταν στο μυαλό όταν άκουγε τη λέξη καλοκαίρι. Ίσως η κυκλαδίτική του καταγωγή, ίσως οι αμέτρητες καλοκαιρινές νύχτες στο νησί, ίσως η εικονοπλασία του Νίκου Λύτρα (ένας μεγάλος ζωγράφος μεταβαίνει από την παρατήρηση στην εννοιολόγηση). Πάντως ο Φ άκουγε καλοκαίρι και έβλεπε κίτρινο. Χωρίς δόση άνυδρου παραλληλισμού το δικό του κίτρινο ξεπέρναγε το μπλε της θάλασσας και υποβάθμιζε αυτή την εποχή μπροστά στα γκρι και τα άσπρα και τα πράσινα. -Αν το βλέπεις χρωματικά, δεν είναι δα και κάτι σπουδαίο συνήθιζε να λέει κάθε φορά που με μαεστρία πήγαινε την κουβέντα των εποχών στα χρώματα.

Ο Μ είναι ένας ακόμα που δεν φταίει. Κανείς δεν ξέρει αν κρύβει. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβει. Τι ξέρει. Τι του λένε. Τι του έχουν πει. Περνάει το δικό του αιώνιο στρατιωτικό. Σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης με μικροαστική επικάλυψη. Ένα κενό που καλείται να γεμίσει. Και δυο ανώτεροι στο αξίωμα. Χωρίς γαλόνια αλλά με στόχους και σκοπούς. Τώρα περιμένουν από εκείνον, χωρίς να τον έχουν ετοιμάσει. Να γεμίσει το δικό τους κενό. Έτσι, φοβισμένος ο Μ τριγυρνάει στα παλιά του στέκια. Πότε μόνος, πότε με φίλους. Κρατάει ένα παγωτό. Κοιτάει αμήχανα. Με μια σαφέστατη δόση ενοχών κληροδοτημένων από άλλους. Είναι από αυτούς που δεν παύουν ποτέ να ελπίζουν χωρίς να χολοσκάνε όμως κιόλας. Κάνει σινιάλα στους παιδικούς του φίλους. Σιγομουρμουρίζει. Απομακρύνεται. Ακόμα και το καλοκαίρι ο ουρανός μπορεί να μαζέψει σύννεφα. Συνηθίζει να σταματάει σε κούνιες. Κάθε καλοκαίρι.   

Η Α χάζευε το πλήθος. Από την πρώτη κιόλας νύχτα στην ΕΡΤ. Ένα υποσύνολο ελπίδας μέσα στον άλλοτε παρονομαστή της κανονικότητας. Ο κόσμος μαζεύτηκε πολύ γρήγορα. Τουλάχιστον πολύ πιο γρήγορα απ' ότι έφυγε. Μια ανομοιογενής ομοιογένεια. Ως σύνολα είχαν όλη μια εύκολη λύση απομάκρυνσης. Ως άτομα υπογράμμιζαν τη δική τους επαναστατική ιδιαιτερότητα. Το δικό τους αμόλυντο. Το καθαρό. Μια κραυγή εναντίωσης πριν από τα μπάνια του λαού. Η θάλασσα ξεπλένει. Όχι όμως τη ματαιότητα.

Η Σ θυμόταν κάθε καλοκαίρι να δουλεύει. Σεζόν στο μοναδικό της νησί. Εξυπηρετούσε ξένους και ντόπιους με μια αίσθηση ευθύνης. Ενός τόπου μοναδικού - έτσι ένιωθε-. Και ίσως έτσι να ήταν. Συνήθιζε να γεμίζει με χαρά βλέποντας άλλους να διασκεδάζουν. Και ο Σεπτέμβρης ήταν αποζημιωτικός. Η δική της σειρά να μπει στη θάλασσα. Να ξεπλυθεί σε νερά που είχαν ήδη απαλλάξει τα βάρη άλλων. Μια αίσθηση θυσίας λυτρωτικής. Αυτό που σώνει είναι τελικά να προσθέτεις σε κάτι δυσκολία. Και η Σ είχε χαράξει αυτή τη διαδρομή.

Ο Γ ετοίμαζε το αυτοκίνητο των διακοπών περίπου μια εβδομάδα πριν αυτές ξεκινήσουν. Γκρίνιαζε πάντα βέβαια. Πότε ο αριθμός των αποσκευών, πότε κάποια μικρή αβεβαιότητα, πότε η ζέστη, μα πάντα η προσμονή. Η Κ καταπιεζόνταν αλλά δεν έλεγε τίποτα. Αναχώρηση ξημερώματα. Νεκρός κεντρικός καθρέπτης, ένας σκύλος ένα παιδί και μια προγραμματισμένη βασιλική περιπέτεια. Χωρίς budget. Χωρίς άγχη. Κάθε καλοκαίρι και μια νέα ανακάλυψη. Κολύμπι, φαγητό, γέλια. Ανάσες. Ακόμα και για τώρα.

 - Εγώ παίρνω άδεια μόνο Ιούλιο. Και άδεια η επαρχία (ηπειρωτική αποφεύγω τα νησιά) και άδεια η Αθήνα τον Αύγουστο. Άσε που και στατιστικά οι μεγάλες ζέστες είναι τον Ιούλιο. Ο Β διακατεχόταν πάντα από μια αλάθητη σιγουριά για τις επιλογές του. Φέτος όμως δεν είχε το δικαίωμα αυτής της επιλογής. Η εταιρεία όπου εργαζόταν θα έκλεινε τον Αύγουστο (υποχρεωτική άδεια για όλους). Βέβαια ήταν ούτως ή άλλως 3 μήνες απλήρωτος οπότε το όλο θέμα διακοπές ήταν στον αέρα. Χωρίς σπίτι στην εξοχή, χωρίς χωριό, χωρίς μια σύνταξη κάποιου "εξ αγχιστείας" χρηματοδότη. Χωρίς καμία υπεξαίρεση από το ελληνικό δημόσιο. Αισιόδοξος γαρ και κλείνοντας μαεστρικά τα αυτιά του στην γκρίνια της κυράς του κατέληξε να λέει. - Η Αθήνα θα συνεχίσει να είναι άδεια τον Αύγουστο. Ο Β είχε με κάποιο τρόπο γονιδιακά νικήσει την κατάθλιψη.

Τόσο ζέστη μπορεί και να σημαίνει σεισμός. Λαϊκός μύθος. Και έτσι ξεκίναγε ένα ακόμη debate με ένταση σε ένα μπαλκόνι χουντικής πολυκατοικίας στα σύνορα Κυψέλης και Πατησίων. Ο Μ επέμενε, ο Σ ζήταγε επιστημονικές διακριβώσεις, η Α τεκμήρια παρελθοντολογίας, ο Ζ μίλαγε για έργα θεών και δαιμόνων. Όλα αυτά εν μέσω μπιρίμπας, καρπουζιού και μπύρας. Η κουβέντα άναβε και δεν κατέληγε πουθενά. Τελικά σεισμός δεν έγινε εκείνο το καλοκαίρι, αλλά το φθινόπωρο που ακολούθησε. Με κάποιο λοιπόν μαγικό τρόπο καθένας εκ των συμμετεχόντων ένιωθε δικαιωμένος.    
-Καλοκαίρι σημαίνει θερινό σινεμά, σουβλάκια σε πλατείες, παππούδες που βγάζουν τις καρέκλες έξω στις γειτονιές, παιδιά που αλητεύουν με ποδήλατα. Αυτό μου έχει μάθει η παιδική μου ηλικία και η γειτονιά μου. Σαν φράση φαίνεται απλά νοσταλγική. Είχε όμως έναν υπόκωφο τόνο συγκριτικής επιθετικότητας έτσι όπως η Φ μίλαγε στον έφηβο Μ. Ο τελευταίος είχε εξισώσει τα καλοκαίρια με aircondition και gaming μπροστά σε μια οθόνη, στο απόκρυφο μικρό του δωμάτιο. Η διαφορετικότητα δεν είναι λεπτομέρεια αλλά η ουσία και για τον Μ το καλοκαίρι ήταν εξίσου μαγικό.

Η όλη εικόνα της πόλης αλλάζει όταν κλείνουν τα σχολεία. Αν και η μαθητική "συνέπεια" έχει ευτυχώς αλλάξει. Σε μια χώρα που η εκπαίδευση είναι καταναγκασμός. Τα παιδιά ντυμένοι πλέον σαν 30άρηδες ξαμολιούνται. Η Α είχε πάντα κάτι κακό να πει για τους νέους. Τους έβλεπε με περίσσιο σαρκασμό. Μέσα στο καλοκαίρι όμως ακόμα και η κριτική της κάλμαρε. Έμενε μόνο να εξιστορεί τα δικά της καλοκαίρια. Τις ποδηλατάδες, τις παρέες τις γειτονιάς, τα πρώτα φιλιά. Τα παιχνίδια χωρίς τεχνολογία αλλά με τεχνική. Τον μιμιτισμό των συμβόλων. Την εξερεύνηση νέων γειτονιών ή την ακόμα πιο αστεία εξερεύνηση οικοδομών. -Μεγαλώνοντας απλά ξεχνάς να περνάς καλά είπε μετά την θύμηση των καλοκαιριών της. Και ξαναγύρισε στην ασφάλεια της κριτικής που δεν κουβαλάει ούτε μελαγχολία ούτε και ανάμνηση.

Η άμμος έκαιγε. Αλλά η σκηνή ήταν καλά στημένη. Ένα γέρικο αρμυρίκι την κράταγε δροσερή μέχρι τουλάχιστον στις 8 το πρωί. Ούτως ή άλλως το ευτυχές ζευγάρι μαζευόταν μέσα νωρίς και ο ύπνος ήταν αρκετός. Μπάνιο, ζεστό κρασί, φύση, έρωτας, διαιτητική αναγκαιότητα. Είδηση οι σφήκες που μαζεύτηκαν, οι σαύρες που κρύφτηκαν,τα κουνούπια που πλήθυναν, το Fenistil που τελείωσε, η καινούργια σκηνή στην άλλη πλευρά της παραλίας. Αυτό που είχε αξία ήταν η απουσία χρονικότητας και τοπικότητας. Μετά από μερικές ώρες η σκηνή ήταν στημένη στο κάπου. Και τα πασαλάκια κράταγαν γερά. Σκηνές του μέλλοντος που πέρασε.    

Ίδρωνε σε έναν ακόμα ξαφνικό εφιάλτη. Ο Κ δεν μπορούσε να καταλάβει πως οι άλλοι πήγαιναν για ύπνο με τη φωτιά να δείχνει ότι πλησιάζει το χωριό. Η φοβία που φαίνεται σαν φόβος; Άλλη μια πλατφόρμα υπερβολής του; Ο ίδιος πάλι να νιώθει υστερικός, ανάμεσα σε σοβαρούς και ψύχραιμους. Ή σε φοβισμένους με καλύτερες βιτρίνες. Όπως και να χε η φωτιά ήρθε χωρίς να ρωτήσει για φόβους, άγχη, υστερίες, σοβαρότητες και σοβαροφάνιες. Η ψυχραιμία είναι προσόν, αλλά το νερό είναι σημαντικότερο το καλοκαίρι. Εξάλλου ο Κ συνήθιζε να έχει πολλαπλές αναγνώσεις σε κάθε τι που τον απασχολούσε. Και η φωτιά ήταν το πρόσχημα.

 - Ξέρεις πως είναι να πατάς αχινό. Πονάει σα να σε τρυπάει σπαθί. Έλεγε ο μικρός Θ στον εξίσου κατάτι μικρότερο Ζ. Η παιδική φαντασία είναι συνώνυμη με το καλοκαίρι. Εξαπλώνει την σύγκριση στον υπερθετικό βαθμό υπερβαίνοντας τον διαχωρισμό καλού - κακού. Ο Ζ έτσι ένιωθε άσχημα που δεν είχε επιζήσει αυτής της τρομακτικής εμπειρίας. Σε ένα μώλο στην Τζιά τα παιδιά ιεραρχούσαν τις εμπειρίες τους. Είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα καθώς η κατάταξη είναι υψίστης σημασίας. Στον ίδιο μώλο η Ι είπε το πρώτο σοβαρό της ψέμα. Το πρώτο; Τουλάχιστον το πλέον ευδιάκριτο. Ο Κ γύρισε το κεφάλι ενοχλημένος. Το κατάπιε γιατί ήταν καλοκαίρι. Ή γιατί άξιζε. Και ο χρόνος δικαίωσε απόλυτα τη γνώση της συγκεκριμένης πραγματικότητας.    

Ο Γ έβγαζε την καρέκλα του στο δρόμο. Κάθε απόγευμα γύρω στις 6. Είτε είχε καύσωνα είτε αεράκι. Η Τ τον ακολουθούσε. Συνήθως τον έβριζε και λίγο. Μετά έρχονταν οι απέναντι, οι δίπλα. Το πρώτο παιχνίδι ήταν να αναγνωρίσουν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα του δρόμου. Οι νοικοκυρές με έναν background ανταγωνισμό έβγαζαν γλυκά του κουταλιού και φρούτα. Σύκο, σταφύλι, λουκούμια, καρπούζι. Καφές ελληνικός. Καϊμάκια. Καπέλο και πρόσθετα γυαλιά. Η παρέα το διάλυε ώρα 9. Ώρα ύπνου.

Ο Α βγαίνει στο μπαλκόνι ψάχνοντας για γαλάζιο. Αλλά που. Η κλασσική δυσκολία αναπροσαρμογής της συνήθειας. Στην Ευρώπη υπάρχει μια διαφορετική έννοια του ουρανού. Και ενώ η σύγκριση της ζωής το χειμώνα μπορεί να είναι κερδοφόρα για τον πολιτισμό της βαρβαρότητας το καλοκαίρι η αυθεντική βαρβαρική δεν έχει αντίπαλο. Αυτά σκεφτόταν καθώς κάπνιζε ενοχικά ένα μετα-launch τσιγάρο. Του απέμεναν 2 βδομάδες σκληρής εργασίας μέχρι να ανοίξει τα φτερά του για τον επαναπατρισμό. Είναι ξανά αυτή η δομική έννοια της θυσίας. Ένας χειμώνας κατακόμβη σε γραφεία τάφους και η εξαργύρωση του αδυσώπητου καλοκαιρινού ήλιου της θάλασσας και της ραστώνης. Αυτή είναι η ανταλλαγή. Ο κύκλος. Το γέμισμα.

Ένα βετέξ για το τραπέζι. Η Λ έβλεπε τον θείο να ετοιμάζει. Μυσταγωγικά όπως κάθε καλοκαίρι έστηνε το τραπέζι της πίσω αυλής. Με έναν γέρικο σκύλο να στριφογυρνάει στα πόδια του. Έκανε τις ίδιες κινήσεις. Άλλαζε τις λάμπες, άνοιγε την ομπρέλα, τίναζε τις καρέκλες. Η Λ θυμήθηκε όλους όσους κάθισαν σε αυτές. Φίλοι, γνωστοί, φίλοι φίλων. Αναρωτήθηκε τι να απογίνονται όλοι όσοι έχουν απομακρυνθεί από την καταστροφική καθημερινότητα. Στο τέλος θυμήθηκε όσους πλέον δεν μπορούν να είναι εκεί. Όχι ότι τους είχε ξεχάσει. Αυτό πολύ απλά δεν γινόταν. Η πρώτη ψιχάλα ήρθε φυσικά σαν το χορό που βγαίνει στην σκηνή στην κορύφωση του δράματος. Η Λ δεν κατάλαβε ότι ήταν από τον ουρανό καθότι είχε ήδη αρχίσει να κλαίει. Μαζεύτηκε. Και είδε εκείνο το καλοκαιρινό μπουρίνι να ξεπλένει τη Ραφήνα. Όπως έκανε παλιά με τη μαμά της και την αδερφή της και το λάστιχο. Έτσι και φέτος.

Βρομισμένα παπούτσια και κόσμος. Υπάρχει μια ειδική κατηγορία εικόνων και συναισθημάτων που περιγράφουν αυτό που ακολουθεί μιας συναυλίας. Ένα ακόμη σήμα κατατεθέν του καλοκαιριού. Το να σηκώνεις σκόνη δεν είναι δα και λίγο πράγμα. 50 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη. Μέσα σε δέντρα. Αυτοκίνητα και φασαρία. Πηγαινέλα. Βόμβος στα αυτιά. Κάποιοι ευτυχισμένοι για το πρόγραμμα, κάποιοι παραπονεμένοι για τυχόν παραλείψεις, κάποιοι ερωτευμένοι που δεν νοιάζονται για τίποτα. Το βράδυ τα ενώνει όλα. VIP καρτελάκια και τσαμπατζήδες. Μια ταξικότητα που εξοστρακίζεται στο θέρος. Ελπίδα για όλους.

Την είδα πρώτη φορά το Γενάρη. Παρένθεση. -Άλλαζε άρδην η φωνή του κάθε φορά που μίλαγε για εκείνη-. Και φυσικά δεν έμεινα στη μία φορά. Ακόμα θυμάμαι την πρώτη φορά που την είδα γυμνή. Η πρώτη γυμνή στο καινούργιο του σπίτι. Ο Κ ένιωθε εκστασιασμένος. Και τώρα που γράφει αυτά τα λόγια την κοιτάει να χαζοπαίζει με τα μαλλιά της. Λίγο πριν παραδοθεί στην αγκαλιά μας ευτυχισμένης κούρασης. Μπορεί απλά να την κοιτάει για ώρες. Μέχρι να του θυμίσει ο καλοκαιρινός ήλιος ότι δουλεύει.Σηκώνεται χωρίς να την ξυπνήσει. Ένα φιλί στο μάγουλο. Ένα χάδι. Μια ματιά. Καλοκαίρι.

Παιδικές φωνές. Τραμπάλες και κούνιες. Πεύκα. Μια εκκλησία που ξαφνικά δεν σε ενοχλεί. Στην πλατεία ενός χωριού. Κάθε χωριού. Ένα καφενείο, ένας φούρνος. Ένα καινούργιο μαγαζί. Μια παρέα κουρδίζει. Η μουσική σκεπάζει τα παιδιά που κοιτούν με ενδιαφέρον. Το χωριό μαζεύετε. Άσχετα αν σε κάτι μέρες έχει πανηγύρι. Τα κορίτσια στολίζονται. Οι άτυχες λερώνονται με παγωτό. Η μουσική τελειώνει. Τα τραπέζια μαζεύονται γρήγορα για να ξαναστηθούν το πρωί. Κι η ζωή κυλάει με κύκλους.

Ένα γαλάζιο βράδυ, καλοκαίρι,
Ανάμεσ' από στράτες θα βαδίσω
Στάχια και χλόη αφράτη θα πατήσω
Κι κόμη μου θα λούζεται στ' αγέρι.

Χωρίς μιλιά και στοχασμό κανένα
Κι αγάπη την ψυχή να πλημμυρίζει
Θα γίνω ένας αλήτης που γυρίζει
Μ' ένα κορίτσι ξέγνοιαστος στα ξένα. 

Ο Ν είχε άγχος. Αλήθεια είναι δύσκολο να τον θυμηθείς έτσι. Να αισθανθείς αυτή τη γύμνια. Μπροστά σε ένα κόσμο που περιμένει από σένα. Σε έναν κόσμο που αγαπάς - και θες να πιστεύεις αμφίδρομα σου' ρχεται πίσω. Να πρέπει να αραδιάσεις λεπτομερώς όλα όσα συμβαίνουν αυτά τα παράξενα βράδια. Τα βράδια που η σκέψη νοσταλγεί ονειροπολώντας. Τα βράδια γεμάτα φεγγάρι. Τα βράδια που ο Ν γέρνει στην καλντέρα των συμβάντων του. Για αυτά τα βράδια μας μίλησε. 

Ο Γ έχει αρχίσει να φοβάται. Αυτό και μόνο λέει πολλά. Ένα γραφείο που θέλει να αδειάσει. Εργοτάξια που μένουν τρόπον τινά άδεια και περιμένουν. Μια διαδρομή μόχθου που τώρα οφείλει να εξαργυρωθεί. Όλα αυτά με το καλοκαίρι να είναι στο απόγειό του. Και τον περίγυρό του να το ζει, αξίζοντας το. Η δυσκολία του κάθε πονήματος εξαρτάται εξάλλου κυρίως από τις μεταβλητές που το περιβάλλουν. Ένα ακόμη καλοκαίρι μισό. Πριν να 'ρθουν πολλά και ολόκληρα να εκπληρώσουν το ανεκπλήρωτο. Και κάποιος να πάρει από πάνω του αυτές τις υποχρεώσεις. 
   
Βαριά λευκή φερ-φορζέ κάτω από έναν ευκάλυπτο. Ο Α με την Μ κοιμούνται αγκαλιά σε μια κούνια. Η μικρή Μ προσπαθεί να παίξει ήσυχα. Ο παππούς φοράει τα ειδικά γυαλιά και διαβάζει εφημερίδα. Νεκροί στην Αίγυπτο, εξέγερση στην Τουρκία, άνθηση του ελλαδικού τουρισμού. Σκέφτεται την ελιά και το δάκο. Φύλλα θροΐζουν. Τζιτζίκια λαρυγγίζουν. Μύγες τριγυρίζουν. Τους παρατηρώ αμίλητος. Συλλέγω αυτή τη σειρά των ενσταντανέ. Η ζωή μας έχει αλλάξει και όμως η ομοιότητα είναι έκδηλη. Δημόκριτος μέσα στον Ηράκλειτο. Κοιτάω τον ουρανό. Ένα ακόμα καλοκαίρι.    




       

A (greek) game of trolls


Μπορούν οι οίκοι και οι οικογένειες να μας θυμίσουν τις δικές μας κομματικές οικογένειες και τον «πόλεμο» για τον θρόνο της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας; Ο Πλανήτης Μπαλαλάικα έχει επιχειρήσει αυτό το δύσκολο εγχείρημα. Το Game of Thrones βάσει ελληνικής μεταπολιτευτικής (κατά βάση) πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Pure υποκειμενισμός.

Targaryen: (Νταινέρυς και Ξανθομπάμπουρας): 

Είναι τα βασιλόμουτρα, είτε σ' αρέσει είτε όχι. Πήζουν το λαό στο "θα", ψάχνουν επιστροφή σε θρόνο, τάζουν, ψάχνουν πάντα ένα ποίμνιο, καταστρέφουν αθώους βάρβαρους. Προελαύνουσα φυσιογνωμία η Νταινέρυς / Άννα Μαρία Γλίξμπουργκ. Εντάξει έχεις δράκους και εντάξει μεγαλώνουν και εντάξει τους αρέσει το well done στο μπάρμπεκιου, αλλά τόσα "θα" και τόσα "I am dainerys stormborn" που το μόνο που σου αξίζει είναι να σε περιμένουν στη Μάνη, στο λιμάνι του Γυθείου με τη φωτογραφία σου. Άντε και να σου δώσουμε το Τατόι. Και λέω εγώ τώρα θα συνταχθούμε με τους "νόμιμους" διεκδικητές του στέμματος, ή θα κατουρήσουμε το στέμμα; Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε: Η drama queen 16χρονη Δρακομάνα διαλύει ένα ολόκληρο Καλασάρ με τις υπέρμετρες φιλοδοξίες της. Κάτι σαν είμαι 16 χρονών και θέλω να με πάρουν στο Princeton. Τουλάχιστον πριν αφανίσει το Καλασάρ και βρει νέους ελεύθερους σκλάβους-βασιλικούς ο Ντρόγκο συμπεριφέρθηκε στον αρρωστιάρη νάρκισσο αδερφό της α λά Βαστίλη.

Stannis Baratheon:

Παιχνίδι εξουσίας χωρίς ΚΚΕ δεν γίνεται. Αδερφός επαναστάτη με τέλος ροκ σταρ, ο Στάνις είναι το τίμιο παιδί της εργατιάς που επαναστάτησε ενάντια στους Χαλίφηδες για να γίνει Χαλίφης. Είναι διαβασμένος και λιγομίλητος. Μένει αυτοεξόριστος κάπου μακριά από τον κόσμο, μπλέκει το νόμιμο εργατικό δίκιο με μεταυλιστικές δεισιδαιμονίες και μισαλλοδοξίες. Καίει τους συντρόφους του και μετά την πρώτη ήττα από τα Ματ παραδίδει τα όπλα. Τι δεν καταλαβαίνεις;
Αυθεντικό KKE: killing your own brother για την "επανάσταση"....

House Lannister: 

Γιατί ένας Μητσοτάκης πληρώνει πάντα τα χρέη του. Εδώ η ιστορία απλά ταιριάζει γάντι. Έχουν τα φράγκα. Έχουν τον απέθαντο. Η ψυχή τους κάνει το κακό όλου του κόσμου να μοιάζει Μη Κυβερνητική Οργάνωση. Ζευγαρώνουν μεταξύ τους για να μην χαλάσει η μαγιά. Πληρώνουν για να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον (urban legend). Και 2 case studies:

Μπαμπάς Τάιγουν: Δρακουμέλ μαζί με καπιταλοβαρώνο. Όλοι έχουμε κάνει τον παραλληλισμό να ξεφτιλίζει ο επίτιμος το Ντοράκι όπως ο Τάιγουν την Σέρσει. Έχω λεφτά, είμαι και γαμώ τους στρατηγούς, την ξεγλιστράω πάντα, με νοιάζει μόνο η τιμή της οικογένειάς μου και άμα με πετύχει φάτσα φόρα ο χάρος, βάζει τα κλάματα και φεύγει με τη ουρά στα σκέλια (spoiler alert: σου ‘ρχεται φίλε). 

Τύριον. Είναι έξυπνος, είναι πανούργος και είναι απλά wrong construction. Κυριάκο......;;;;;;

House Stark: 

Τυπική ανανεωτική αριστερά. Ε.Αρ, ΣΥΝ/Σύριζα, ΔΗΜΑΡ. Και εξηγούμαι. Για χρόνια ζούνε ήρεμα και ειρηνικά περιμένοντας τον χειμώνα, ή την επανάσταση (ειρηνικά, αναίμακτα, δημοψηφισματικά). Είναι παιδιά της ηθικής και των ανακλίντρων. Έχουν τους καλύτερους δασκάλους. Ξάπλα, κουβεντολόι, ανάλυση γιατί έξω έχει και καλά κρύο. Όταν τα πράγματα σκατώνονται χωρίζονται σε καμιά 15αρια διαφορετικά στρατόπεδα και κόβουν τις μεταξύ τους επικοινωνίες. Αλλά είναι ηθικοί και έχουν δίκιο. Και ο πέριξ πόλεμος απλά τους ξεπερνάει εννοιολογικά. Δεν μπορούν να τον καταλάβουν και φυσικά δεν μπορούν να τον κερδίσουν. Η κάθε συνιστώσα τραβάει το δικό της δρόμο προς την καταστροφή. Φυσικά ξέροντας αναμεταξύ τους ότι είναι οι ηθικοί θριαμβευτές. Οι νικητές στα μάτια του λαού. Άλλον τον αποκεφαλίζουν, άλλον τον κάνουν παράλυτο, την άλλη την βάζουν να βλέπει σπλατεριές. Μονίμως χαμένοι, μονίμως εν δικαίω.

The Wildlings: 

Κάθε σύστημα εξουσίας έχει ανάγκη και από τα μπάχαλά του. Πρώτο κοινό συνεκτικό στοιχείο. Μια συγκεκαλυμμένη ιεραρχία και μια ελευθεριακή αντιμετώπιση της επιβίωσής τους. Κανείς δεν σκύβει μπροστά στον αρχηγό και κάτι άλλα τέτοια. Δεύτερο στοιχείο: Έχουν εμμονή με τους μπάτσους και απλά θέλουν να περάσουν το τείχος. Ξαναλέω απλά θέλουν να σπρώξουν τα ΜΑΤ και να περάσουν το πλέγμα δίπλα απ' τη Βουλή. Άμα κάνουν και κανένα Αλφάδι στον τοίχο θα δέσει το γλυκό.

House Tyrell: 

Φραγκάτοι, διαβασμένοι, κοσμοπολίτες, πολυταξιδεμένοι. Το παίζουν καλοί στο λαό και κάνουν τα πάντα για να μπούνε στο παλάτι (Ρένλι, Τζόφρυ ακόμα τον Βάρυς αν χρειαστεί). Με άλλα λόγια θέλουν να μπούνε απλά στην κυβέρνηση. Παντού και πάντα. Μήπως είσαι λίγο ΠΑΣΟΚ;

Μεμονωμένες περιπτώσεις:

Θίον Γκρέιτζοι: ΓΑΠ. Κάνω ότι μπορώ για να ευχαριστήσω τον μπαμπά αλλά είμαι απλά ανεπαρκής, άχρηστος και ανίκανος.

Γιάρα Γκρέιτζοι: Νίκος Παπανδρέου. Μια ζωή θα τρέχω να σώσω τις μαλακίες του ΓΑΠ.

Little finger: Αχ Αλέξη Κούγια. Απ' τις αλάνες της Πετρούπολης και τη φτωχολογιά στο να γυρνάνε τα ίδια τα άντερα σου με την πάρτι σου. Δολοπλοκία, back stubbing, τσατσά και τσιράκι κάθε αποβράσματος.

Καλ Ντρόγκο: Αυτός ο κλασσικός τύπος που φεύγει ξαφνικά και άδοξα. Σαν το ταλέντο που εξαφανίζεται αθόρυβα. Ε μα να κάνεις fatality στον Κθούλου με το ένα χέρι και να πεθαίνεις από οστρακιά είναι κομμάτι fail. Epic fail θα έλεγα.

Τζέμι Λάννιστερ: Μεγάλε γόη Δημήτρη Αβραμόπουλε. Επί της ουσίας, ένας τίποτας, ένας πουθενάς. Κουλός ξιφομάχος.

Νεντ Σταρκ: Λεώ Κύρκος. Πάντα με έγκαιρες και έγκυρες προβλέψεις. Όπως ο Λεώ διαλαλούσε ότι δεν θα γίνει χούντα 20/04/67 (δηλαδή μια μέρα πριν το πραξικόπημα) έτσι και ο Νεντ νόμιζε ότι θα φύγει από το Καπιτώλιο αρτιμελής και ατσαλάκωτος ενώ έχει μόλις πει στη Ντόρα: "Τα ξέρω όλα για τον Τέρη". Απλά αδαής.

Το Βουνό κ ο σκύλος: Κασσιδιαρέοι από κούνια. Τραυματικά παιδικά χρόνια, εγκαύματα, καψίματα, μαχαιρώματα. Τσιράκια της όποιας εξουσίας. Δεν σταματάνε πουθενά. κοριτσάκια, αγοράκια, ζώα, μετανάστες.

Σερ Ντάβος: Ένας ακόμη που πίστεψε στην ηγεσία του ΚΚΕ. Αλλά η ΚΕ προτίμησε να παραθερίσει σε μια καμαρούλα 2χ3 με θέα το Στάλιγκραντ.

Σάνσα Σταρκ: Κατιάνα Στεφανίδου. Μικροαστίλα. Γάμοι στα παλάτια, μεγάλη ζωή και εξώφυλλα στα Ok. Παρεμπιπτόντως ταιριάζει και με το κόρη "ανανεωτή".

Σερ Τζόρα Μόρμοντ: Γιος τροχονόμου. Πάντα πειθήνιος, πάντα πιστός και πάντα γιος μπάτσου.

Άρυα Σταρκ: Κίνδυνος φεμινιστικού κινήματος. Κίνδυνος φεμινιστικού κινήματος. Κίνδυνος φεμινιστικού κινήματος.

Μάστερ Παισέλ: Γιώργος Καρατζαφέρης. Στάση ζωής έρπειν και μόνο έρπειν. Με παραδοσιακές αξίες και αρχές. Πατρίδες, θρησκείες, άρχοντες.

Ρόμπερτ Μπαράθεον: Κωστάκης ο Μερακλής αναμφίβολα. Πιόμα, κρασί και αυτοκαταστροφή. Μια προβατίνα, ένα κεφαλάκι, 2 γαλόνια μπύρα. Να ναι καλά κι ας είναι και λίγα.

Βάρυς: Βαγγέλης Βενιζέλος. Από την καλοσύνη στο βλέμμα και μόνο.


  
    







  



  






    
  

Νοστ-αλγία




Γέλασε τόσο δυνατά. Και δεν μπορούσε και να σταματήσει. (Παρένθεση). Υπάρχει πάντα τόσο διακριτή και τόσο ιδιαίτερη σχέση μεταξύ αλήθειας, κοινότοπου και αποδεκτού που εν τέλει αναγάγεται σε αλήθεια. Κ ο Τ για αυτό γελούσε. Προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τα νέα δεδομένα. Μέχρι η θεία του να του πει αυτό το αληθοφανές κοινότοπο «όλα γίνονται για ένα λόγο. Να το ξέρεις». Άλλο ένα θέμα κάτω απ’ το χαλάκι. Άλλη μια απάτη. Άλλο ένα τσιτάτο. Αλλά για τον Τ ο λόγος ήταν προφανής. 'Όντως ήξερε. 

-"Το να περπατάς την Αθήνα το βράδυ είναι μια πρόκληση". Είπε η Κ. Κύπρια. Ήρθε μια Παρασκευή (νύχτα) με σκοπό να "αλωνίσει" γύρω από τα εμπορικά που λείπουν απ' την μαρτυρική. Ερμού και μπουζούκια. Ξημερώματα, κάπου ανάμεσα σε αναφιλητά, καπνά και παγάκια το κυπριακό τραπεζικό σύστημα κατέρρευσε. Μαζί του κ τα Σαββατοκύριακα. Η Αθήνα βέβαια παρέμεινε πρόκληση. Από μια άλλη ματιά.

-Και τώρα τι κάνεις εκεί; Ρώτησε λίγο αμήχανα. -Τον project manager. Προφανώς ο τίτλος μεταφράζεται στα ελληνικά. Αυτό που δεν μεταφράζεται είναι η κορπορατιστική μανιέρα τον τίτλων. Δηλαδή και αυτή μεταφράζεται σε κάποια αράδα των μνημονίων, των συμβάσεων, των εταιρικών δεδομένων. Των πρωινών ξυπνητηριών. Της υπεραξίας. Των επιλεκτικών ανθρώπων και της καριέρας. Μερικές φορές είναι ωραίο να φέρεις έναν τίτλο. Έναν τίτλο που να μπορείς να σηκώσεις. Που να θες να σηκώσεις.  

Κυριακή πρωί. Ο Κ και η Μ μιλάνε για παππούδες κι γιαγιάδες. Απ' το τηλέφωνο φυσικά. 
Για να πατάξουν αυτό το περίεργο μειδίασμα του από κοντά. Ενός από κοντά που μάλλον θα δολοφονούσε αυτή την κουβέντα. -"Είναι απίθανο που τώρα ζω στο (σαφές τηλεφωνικό βούρκωμα)". Σε λίγη ώρα μίλησαν και για τις κηδείες τους. Δεν έκλαψαν. Τουλάχιστον ηχηρά. Μύρισαν τα κοινά τους, ένωσαν τα κενά τους. Κατάλαβαν ότι πλέον όλα γύρω τους έχουν μεγαλώσει. Και εκείνοι μέσα σε αυτό το όλα. Κατάλαβαν ότι πλέον φοβούνται τον θάνατο.

" Και όποιος δεν έχει ζήσει στο πεζοδρόμιο πως να εκτιμήσει την ζεστασιά από τα μάτια σου και την ομορφιά σου κούκλα μου. Τη μοναξιά σου ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους". Ο Παύλος είχε τουλάχιστον ζήσει στο πεζοδρόμιο. Μια ουρά μπροστά από έναν ασανσέρ για μια διάσημη ταράτσα. Drum machine μελωδίες. Φοιτητές. Ντυμένοι σαν γιάπις. Άνεργοι με iphone.  Η πόλη αλλάζει. Και πως να το αποφύγεις. Η αλητεία της όμως μικραίνει. "Και τρέχει ο άνεμος μπροστά. Τον ήλιο ακολουθάω κι μήνας έχει 9".   

Ο Ν κάνει τον σταυρό του καθώς το αυτοκίνητο περνάει μπροστά από μια εκκλησία. Όχι μια τυχαία για την περίπτωση του, καθότι φέρει το όνομα λατρεμένου Πολιούχου. Ζητάμε εξηγήσεις. "Επέστρεψα στα αναχώματα του παρελθόντος είναι η ετυμηγορία" που εξαγάγεται, τρόπον τινά δύσκολα, από τα συμφραζόμενα. -"Μα δεν έφυγα ποτέ μας λέει ο Ν". Η σχετικότητα είναι πάντα μια αρετή. Και μια καλή κρυψώνα. Για κάθε αλλαγή. Για κάθε μύχια εντολή. Σατ ναμ και εκπνοή. Σημασία έχει η ευτυχία. Η επιτομή δηλαδή της σχετικότητας.  

Η C περνάει έξω από το σπίτι μου. Κοιτάει το μπαλκόνι. Δεν ξέρω αν πρέπει να την λυπηθώ. Σίγουρα δεν πρέπει να την θυμάμαι. Δεν έχω να την θυμάμαι. Κοιτάω και γω το δρόμο. Όλα όσα περνάνε μας ανήκουν στιγμιαία. Ως κλείστρο ενσωματωμένο στις αισθήσεις μας τα φυλακίζουμε. Κι είναι αλάθητες οι αισθήσεις; Όσο η λογική αναγάγεται σε αίσθηση μπορείς να κοιμάσαι καλά μου είχε πει ένα βράδυ ο Ν. Ίσως και να έχει δίκιο.    

Ο Μ δεν έχει απλά ξεσπάσματα. Και δεν έχει να κάνει με την ηλικία του. Διάδοχος μιας επιτυχίας βλέπετε. Ζυγίζει τις επιλογές του. Ακούει ανθρώπους να τον κατακρίνουν. Προφανώς προσπαθώντας να διορθώσουν την δική τους συμπεριφορά στη δική τους χρονογραμμή. Να διορθώσουν τα δικά τους λάθη, στην δική τους εποχή των δεινοσαύρων.  Όταν η φιλία, ο έρωτας η οικογένεια είχαν μια δόση αλήθειας. Μικρή, σχετική, αλλά συνάμα αδιαπραγμάτευτη και ακέραιη. Τον βλέπω να πηγαίνει φροντιστήριο και θυμάμαι τα δικά μου περισκόπια. Σε έναν κόσμο όμορφο και απογοητευτικό. Με ανθρώπους πότε θύματα και ποτέ θύτες.              

-"Τι ωραία που ήταν η Αθήνα τότε! θα ήθελα να ζήσω και εγώ στα 50s με τις ανοικτές πόρτες, τις γειτονιές, τα γέλια, τις παρέες. Τότε που το Σούνιο ήταν εκδρομή". Εν μέσω σιγής αυτά ξεστόμισε η Α. Η Νοσταλγία (ιδιαίτερα αυτή που δεν είναι καν βιωματική) είναι μιας σαφής ένδειξη φόβου. Η Α όμως δεν φοβάται τίποτα. Η δική της Νοσταλγία είναι πλασματική. Αυτό που επιζητεί είναι οι νόρμες που χάθηκαν στη διαδρομή. Οι πραγματικές αγάπες, οι νορικοί έρωτες, οι οικογένειες 20άρηδων, τα Κυριακάτικα κοκκινιστά. Αυτό δεν είναι Νοσταλγία, αλλά πραγματισμός. Για τους ξέρουν τα θέλω τους που ζουν ενίοτε ανάμεσά μας.    

Έξω τα δέντρα έχουν ανθίσει. Μου το λέει η μύτη μου. Ένας 50αρης μπαίνει στο αυτοκίνητο μιας τρανς, σε μια καβάτζα γνωστή. Μυρίζει μαργαρίτα. Από πίσω οι μπάτσοι. 
Η μηχανή μου δεν έχει μπαταρία, για ένα εσταντανέ που απορώ αν θα ήθελε να νετάρει. Αλλή φορά. Η καβάτζα είναι γνωστή στους απανταχού "οικογενειάρχες" και ο επιφαινόμενος σουρρεαλισμός επαναλαμβάνεται.  

Παρασκευή βράδυ. Τουρ σε μια πόλη άγνωστη. Με μια ξένη κι ένα κουτάβι. Ο Κ κοιτάει τον κόσμο απ' τον οποίο νιώθει δεμένος. Πληρώνει άλλη μια γύρα μπύρες. Στη διαπασών frisko blues. Από Νοσταλγία, από μόδα, από σοφιστικέ κωδικοποίηση. Για να επικοινωνούμε με νοήματα οι αναμετάξυ μας διανοούμενοι (sic). Όλα αυτά μοιάζουν ένα τίποτα. 2 ώρες μετά, ένα λάθος, ένα χαλασμένο φανάρι, μια χρονοχωρική διασταύρωση, μια ταχύτητα που ξεπερνάει την βιολογική μας κατασκευή ως εννοιολογική απόδειξη της βλακείας μας, ένας ήχος. Κλάματα. Η Μαρία. 22. Στην άσφαλτο. Κατάθεση και προστασία. Σήμερα, σε μηχάνημα. Που πάει η νοσταλγία, η νωχελικότητα, η αναβλητικότητα όταν ο θάνατος σταυρώνει εαυτόν στο παρουσιολόγιο. Ένας πελάτης που δεν απάντησε, κάποιος που απλά δεν σου εξήγησε. Μια απάτη, μια παρεξήγηση. Ένας κόμπος που δεν λύνεται. Να μαρτυράς την ασημαντότητα της ίδιας σου της ύπαρξης. Της κάθε ύπαρξης

Η πλατεία είναι γεμάτη. Και θα είναι. Ίδιοι άνθρωποι άλλα ρούχα. Διακανονισμένος κομφορμισμός. Πάρτι καθήμενων. Ποτό και διαχυτικότητα, μέσα στις τοξίνες. Ύστερα μια τρελή βόλτα. Trash. Καθιερωμένο. Από την διόπτρα αυτού που κατανοεί. Που εξωραΐζει. Μια ματαιότητα αβάσταχτη. Στο μπαλκόνι.

H Λ ένιωθε νοσταλγία. Και είχε λόγους. Ανέκαθεν ρομαντική. Ανέκαθεν συναισθηματική. Και τώρα με μια ανεξήγητη απώλεια στους ώμους. Δεν έγραφε συχνά. Αλλά σε κάθε της γραφίδα φρόντιζε να σε παρασέρνει σε μια ακραία κατανομή συναισθημάτων. Καλών, κακών. Αληθινών. Υπάρχουν άνθρωποι που όταν έχουν κάτι να πουν το λένε. Με κάποιο τρόπο. 
Εν τέλει, απλά υπάρχουν άνθρωποι που έχουν κάτι να πουν. Και η Λ έχει. Είχε και θα έχει. Μα δεν μπορεί ακόμα να καταλάβει ότι η εξέλιξή της δεν αναρωτιέται για τη νοσταλγία της. Δεν λογαριάζει το παρελθόν της. Το παρελθόν μας.

Ο Η έγραψε κάτι για τη Βοστώνη. Μαζί με τον Π. Πασίγνωστο αντι-αριστερό πια. Ο Α φρόντισε να αρχίσει τον χορό των like. Υπάρχουν ανάμεσά μας άνθρωποι που εκφράζουν την κενότητά τους μέσα από like. Είμαι ότι είμαι μέσα από την αντανάκλαση των like μου. Των "μου αρέσει". Των "θα πάω εκεί", "θα πάω κι αλλού". Βασικά είμαι αυτό που βλέπουν οι άλλοι. Θέλοντας ή μη. Άντε πες το αυτό στον Χιουμ. Έχουν πλάκα οι πενθούντες την Βοστώνη. Την μέρα του εργατικού ατυχήματος στο Σχιστό, μια μέρα πριν την Μανωλάδα, μια μέρα μετά από νέες εκατόμβες στη Συρία και στο Ιρακ βρήκαν μια ακόμη ευκαιρία να αποτίσουν δήλωση μεταμέλειας στον καπιταλισμό. Τους ενόχλησε λέει ο πιτσιρίκος. Ο κάφρος. Κι "καφρίλα" του επιστάτη παράπλευρη απώλεια. Ελεύθερη αγορά και δημοκρατία. Τους σόκαρε η Βοστώνη. Μαζί με τη Marfin άλλοι 4 νεκροί. Οι μόνοι των τελευταίων χρόνων. Για τους ιδεαλιστικά αναξιοπαθούντες.   

 - "Δεν μπορώ να καταλάβω που τη βρίσκω την καλή διάθεση. Έχει ανθίσει. Ταξιδεύω. Βλέπω φίλους. Ερωτεύομαι όλο και πιο πολύ". Σκέφτεται ο Κ περιμένωντας το τραμ. Η δίκη του νοσταλγία πολλαπλασιάζεται μέσα από αφαιρέσεις και προσθέσεις. Το Λονδίνο που άφησε, το διάβασμα που περιμένει, μια μεγάλη αναπαυτική καρέκλα και κολλαριστά πουκάμισα. Μια όμορφη που μαγειρεύει. Μια γουνόμπαλα που μπλέκεται στα πόδια σου. Άνοιξη είναι και θα ρθει καλοκαίρι.



    


Blogger Template by