You will be redirected to the new page in

seconds

Hacienda


Τον Κ απόψε τον έπιασε μια 90s νοσταλγία. Δεν είναι η πρώτη φορά θα μου πείτε. Τα πρώτα  φύλλα είχαν κιτρινήσει. Είχε αρχίσει εδώ και καιρό να κοιτάει παλιές φωτογραφίες. Να κοιτάει αυτά που έμοιαζαν αλλότινα. Προσπαθούσε εναγωνίως να βρει την Αθήνα. Αυτήν που αλλάζει χωρίς να κοιτάει την παλιά σου μελαγχολία.



Η Φ έψαξε βιαστικά τα πράγματά της. Είχε μια τσάντα ακατάσταση, αλλά ήθελε μόνο εκείνη να το ξέρει. Από αυτές που τα πράγματα έχουν πάντοτε την θέση τους, αλλά επί της ουσίας όλα είναι χαμένα στο βυθό της ακαταστασίας. Βρήκε τα κλειδιά της. Πριν το πίσω αμάξι αποφασίσει να παίξει τα φώτα. Και έτσι σε μια βιασύνη ανεξήγητη αποφάσισε να κρυφτεί βιαστικά από τον ίδιο της τον εαυτό. Να κατορθώσει το αδύνατο. Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στην τσάντα της.




Ο Γ δεν μπορούσε να καταλάβει τον σουρρεαλισμό. Ίσως επειδή ήταν από τους ενδόμυχους θιασώτες του. Μια απώλεια που γινόταν ακόμα και παγωτό. Μια παλιά αγάπη. Μια καινούργια αφοσίωση. Ένα σερβιρισμένο πρωινό. Μια ανάμνηση που διαστέλλεται. Μια στιγμή που δεν λέει να παραδόσει το στίγμα της στο κουφάρι του παρελθόντος. Μια πικρή νοσταλγία. Ο Γ θύμιζε στον εαυτό του την προσωρινή και ουσιαστική συμβασή του.


  


Η Μ δεν μπορούσε να πιστέψει πως άλλαξαν όλα. Η καθημερινότητα είχε σαν χώμα πλακώσει τα όνειρά της. Μούσκεμα. Συνέχεια φρόντιζε να έχει μια επαφή με το νερό. Να θυμάται ότι ήταν ζωντανή. Δεν μπορούσε να πιστέψει την ωμοφαγία που είχε καθορίσει την πραγματικότητά της. Και όμως σε λίγο καιρό παντρευόταν. Αυτό που την εμάθε να μισεί. Αυτόν που την έμαθε να μην ψάχνει. Να διαλέγει την σιωπή.




Ο Κ άρχισε να περπατάει μόνος του. Ακόμα δεν είχε καταλάβει αν του άρεσε ή όχι. Αν τον έθρεφε μια επιφασική μιζέρια. Ο μόνος, ο μοναχικός, το σύμβολο της δικής του προδοσίας. Άρχισε να απαριμθεί τις μοναξιές του. Τα σημεία του στο χώρο. Έβλεπε την πόλη με εικόνες παρελθόντος και αναθυμιάσεις μέλλοντος. Μέχρι να βρει ταξί τουλάχιστον.



Ο Τ φαινότανε μετά από καιρό ευτυχισμένος. Είχε αφεθεί σε μια παραίτηση συστηματική. Οικογένεια, φίλοι, προφάσεις, ένα ποτήρι παραπάνω. Περίμενε σαν κηνυγός, ή και σαν θύμα. Η διαφορά εξάλλου είναι αμυδρή. Τώρα σε κοιτάει αναγεννημένος. Για να θυμηθεί την δική του τραγωδία. Για να ζήσει την δική του κωμωδία. Για να μην σταματήσει να θυμάται. Τώρα έχει δυό τζούρες οξυγόνο.


Η Α περιμένει παιδί. Μπορεί και η ίδια να μην το ξέρει. Σ' ένα Σαββατόβραδο στα γλυκά και σκληρά 16της είχε κατάλαβει ότι θα γίνει μάνα. Και από τότε όλο αυτόν τον καιρό περιμένει. Δεν ξέρει ακριβώς. Όπως μια Ελευσίνια περιμένει να πληρώσει τον σκοπό της. Με θυσία την δική της προσωπική αυταπάρνηση. Θα περιμένει εκεί μέχρι να ξαναφανούν. Όλα εκείνα που της υποσχέθηκαν. Όλα εκείνα που η ίδια καρτερικά περιμένει.


Ο Μ θέλει να ξέρεις πως είναι μια χαρά. Στα ένδοξα μονοπάτια της μόνωσης. Οικογένεια και αρμός. Και είναι μεγάλος ο καημός. Είναι μεγάλη η αναστάτωση του. Κοιμάται απ τις εννιά. Ένας σεβάσμιος ανασφαλής. Ένας καλόγερος της συντήρησης. Ένας επίσκοπος του παλιού. Μια τηλεόραση ανοικτή. Η παλιά μου Αθήνα. Το Σαββατιάκο μοναστηράκι. Το τρόλλευ. Αργό και με ρεύμα. Το Κυριακάτικο κοκκινιστό και η γιαγιά μου που πλέκει.




Ο Κ κοιτάζει το ρολόι του. Σπάνιο. Αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει. Γονίδια, συμπεριφορές, παραστάσεις - ως επί τω πλείστον θεατρικές-. Μια κατασταλλαγμένη πραγματικότητα που στον άλλον πειράζει και στον ίδιο επέρχεται σαν νομοτέλεια. Είναι ήδη αργά. Είναι ήδη χειμώνας. Βουτιά στο παρελθόν. Βουτιά στο ρολόι. Στα πέντε λεπτά που έχασε. Στα εκατό λεπτά που κέρδισε. Κληδώνει την πρώτη. Κοιτάει τον ουρανό. Λες και θα βρει μια σαφή απάντηση. Λες και θα πάρει την σωστή απόφαση. Η άσφαλτος γράφει.














muerte


Κανείς δεν είναι σε θέση να αρνηθεί ότι ενίοτε φοβάται. Ότι ενίοτε τον σκέφτεται. Ότι δεν μπορεί απλά να μην σκέφτεται το τέλος. Ένα όποιο τέλος. Και αυτός ο κανείς είναι μερικές φορές κάτι συγκεκριμένο.

Γνώρισα τον Ε πριν από 15χρόνια. Δεν είναι πολλά, δεν είναι όμως και λίγα. Ο Ε αποφάσισε να φύγει αυτό το καλοκαίρι. Να "φύγει". Μια έκφραση που ενίοτε μπορεί και να σημαίνει σωτηρία. Ήταν από αυτούς που μιλάνε με τα μάτια. Αυτή ήταν η δική του μιλιά. Ένα βλέμμα γεμάτο, δυό μάτια ζωηρά και ένα κουβάρι από λέξεις να τρέχει από πίσω. Λέξεις που μπορούσες εύκολα να διαβάσεις και δύσκολα να αποστηθήσεις. Ο Ε είχε κάθε φορά ένα δικό του καινούργιο λεξιλόγιο. 

Μια ανιδιοτελή αγάπη. Ενός πλάσματος που ένιωθε κατώτερο. Εξαρτημένο. Υποτελές και πιστό. Θα τον θυμάμαι για πάντα να με κοιτάει. Περιμένωντας το πιο μικρό ή και το πιο μεγάλο. 

Ε: -φίλε εγώ κάτι έχω. Κάτι που δεν μπορώ να νικήσω. Μα σ' αγαπώ όπως και να χει. Φίλε θα μου λείψεις, όπως φαντάζομαι ή ελπίζω και εγώ. Φίλε σ' αγαπώ μα δεν μπορώ άλλο. Δεν θέλω. Άσε με εδώ που μυρίζει όπως όλοι εσείς. Άσε με εδώ που έγινε σπίτι μου.  

Αυτό ήταν το τελευταίο του βλέμμα. Γεμάτο. Απόγνωση, αγάπη, συμπόνια. Γεμάτο αναμνήσεις. Γεμάτο ταξίδια για το ταξίδι. Χώμα, γκασμάς, δάκρυα. Ζώντες απαρηγόρητοι, για ένα παρελθόν τόσο οικείο. Μια ταφή εσωτερική. Για κάτι που ίσως και να μας ανήκει. 

Η Σ ήταν από αυτές τις γυναίκες τις χαρούμενες. Η Σ δεν μπορούσε να καταλάβει την ήττα ή τον πόνο, ή τον λυτρωμό. Κάθε φορά που την άγγιζε ρέμβαζε για ώρες στην δική της παιδική χαρά. Ξύπναγε αργά, νωχελικά. Μηχανικά εκτελούσε πράγματα που δεν την αφορούσαν, ή πράγματα στα οποία έβρισκε μια κοινωνική ευχαρίστηση. Η κοινωνικότητα ήταν άλλωστε και το απόκρυφο ταλέντο της. Αυτό που δεν κυνήγησε ποτέ γιατί η ζωή της είχε άλλα σχέδια. Κουβαλούσε το φορτίο του δικού της πένθους. Αυτού που καθημερινά την καλούσε να ανταμώσει. 

Σ: -Να σας φτιάξω κάτι να φάτε. Να παραγγήλουμε κάτι. Ναι, να παραγγήλουμε, να γλεντήσουμε. Να χορέψουμε, να ανταμώσουμε ξανά. Ναι να γελάτε για πάντα. 

Πρόλαβε να αρρωστήσει μόνο για ένα χρόνο. Ή και κάτι λιγότερο. Οι γιατροί θα θυμούνται ημερομηνίες η ίδια θυμόταν μόνο τα καλά. Είμαι απόλυτα σίγουρος για αυτό. Την Κρήτη, την Ραφήνα. Τον Χ να την κοιτάει με αγάπη. Τον Σ να στέκει πλάι της, την Μ να την προσπερνάει από αγάπη. Την Λ και τον Ν να ευτυχούν λοξοκοιτάζωντάς την να υφαίνει την περηφάνεια της. Δεν θα μπορούσε να αφήσει το χρόνο να της πάρει το χαμόγελο. Από έναν άνθρωπο που φοβάται. Από έναν άνθρωπο που ακροβατεί. Από έναν άνθρωπο που ψάχνει κάτι παλιό. Που καταλύει τις συμβάσεις. Που τελικά είναι σύμβαση. Ένα χαμόγελο ορατό αλλά πολλές φορές γυάλινο. 

Σ: -Είναι όλα τυχερά να το ξέρεις. Σας αγαπώ αλλά δεν μπορώ να είμαι άλλο έτσι. Εγώ η γυναίκα με την μεγάλη καρδιά ήμουν απλά άτυχη. Σας αφήνω αλλά θα είμαι πάντα εδώ για εσάς. 

Και θα είναι. Για όποιον απλά την σκεφτεί. Για όποιον απλά την γυρέψει. Απείκω για μια αγάπη χωρίς ανταλλάγματα. Δεν αξιώθηκα να την ξαναδώ. Όπως την θυμώμουν, όπως με αγάπησε και με δέχτηκε, όπως εν τέλει με απώθησε για να σώσει κάτι δικό της. Δεν την αδικώ είχε δίκιο. Από αυτά τα δίκια που κατανέμονται έτσι ώστε να καλύπτουν επαρκώς κάθε θιγόμενο κομμάτι. Όμως δεν τη ξαναείδα. Έμεινα σταθερός στα συντηρητικά στεγανά μιας κοινωνίας που λοιδωρεί το παρελθόν της μπας και εξευγενίσει το μέλλον της. 

Μου είπαν ότι muerte σημαίνει θάνατος. Και έμαθα ότι suerte σημαίνει τύχη. Γίνεται τόσο θέμα για ένα σύμφωνο. Ή μήπως η διαφορά είναι πραγματικά τόσο λεπτή. Ή μήπως μπορεί να επιτευχθεί ακόμα και σύζευξη. Μαζί με τους ανθρώπους πεθαίνουν και άλλα πολλά. Το ίδιο χώμα σκεπάζει φιλίες, έχθρες, έρωτες, τετριμμένα, κόντρες, πάθη. Όλα αυτά που μας τρώνε. Όλα αυτά που μας φτιάχνουν. Όλα αυτά που μας κάνουν να έχουμε αγωνία να μην έρθει το τέλος. Όλα αυτά που σημαίνουν και τέλος.  

Θυμήθηκα την φορά που μου μίλησες για τον Α. Σε ένιωσα και πόνεσα στον πόνο σου. Θυμήθηκα την φορά που έκλαψα από χαρά. Θυμήθηκα τον Ε, την Σ, τον Γ και ότι άλλο έχω θάψει. Εντός μου εκτός μου. Μα δεν θα ξεχάσω για να ξαναθυμηθώ. Και να φανταστείς ότι ακόμα δεν είμαι σε θέση να μιλήσω για την Ε. Ίσως γιατί εκείνη με έμαθε τι θα πει να μην φοβάσαι.    
Blogger Template by